ὑπηρετικά

ὑπηρετικά
ὑπηρετικός
menial
neut nom/voc/acc pl
ὑπηρετικά̱ , ὑπηρετικός
menial
fem nom/voc/acc dual
ὑπηρετικά̱ , ὑπηρετικός
menial
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὑπηρετικάς — ὑπηρετικά̱ς , ὑπηρετικός menial fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλητήρας — ο 1. κατώτερος υπάλληλος δημόσιου ή ιδιωτικού γραφείου που κάνει διάφορα υπηρετικά έργα και κάθεται συνήθως στην εξώπορτα για να αναγγέλλει και να μπάζει τους επισκέπτες: Είναι κλητήρας του Υπουργείου Οικονομικών. 2. «δικαστικός κλητήρας»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”